Μαύρος Έφιος
Ανήκει στα μεγαλύτερα είδη φιδιού της Ελλάδας. Το μήκος του μπορεί να φτάσει και σε ορισμένες περιπτώσεις να ξεπεράσει τα δύο μέτρα. Τα μορφολογικά του χαρακτηριστικά είναι όμοια με του πολύ συγγενικού έφιου (Dolichophis caspius). Τα ανήλικα άτομα είναι σχεδόν πανομοιότυπα με αυτά του έφιου όμως συνήθως έχουν μεγαλύτερα και πιο έντονα-σκούρα στίγματα στη ράχη, ενώ οι γραμμώσεις της ουράς είναι πολύ πιο άτονες και δυσδιάκριτες. Καθώς προχωρούν προς την ενηλικίωση τα στίγματα φθίνουν και χάνονται, ενώ το χρώμα της ράχης σκουραίνει σταδιακά έως ότου γίνει ενιαίο μολυβί ή κατάμαυρο. Ανάλογα με τον πληθυσμό, ο λαιμός στα μεγάλα ενήλικα μπορεί να είναι κίτρινος, έντονο πορτοκαλί ή κατακόκκινος, ενώ η κοιλιά κίτρινη, κοκκινωπή ή μολυβί.
Μη δηλητηριώδες είδος. Ημερόβιο, νευρικό και ταχύτατο φίδι με συμπεριφορά πολύ όμοια με αυτήν του έφιου. Συναντάται σχεδόν σε όλα τα ενδιαιτήματα που απαντούν στα ελληνικά νησιά στα οποία εξαπλώνεται, ακόμα και εντός κατοικημένων περιοχών. Δραστηριοποιείται σχεδόν όλο το χρόνο, ανάλογα και με τις θερμοκρασιακές διακυμάνσεις. Οι αναπαραγωγικές του συνήθειες δεν φαίνεται να διαφέρουν από αυτές του έφιου, ενώ κι αυτός τρέφεται κυρίως με Τρωκτικά και Πτηνά, όπως επίσης με Ερπετά, Αμφίβια και σε μικρή ηλικία με μεγάλα Ασπόνδυλα. Και τα δύο είδη του γένους Dolichophis της χώρας μας είναι οφιοφάγα και συχνά επιδίδονται σε κανιβαλισμό.
Πρόκειται για είδος ασιατικής προέλευσης που εξαπλώνεται κυρίως στη νότια Τουρκία και στο ευρύτερο Λεβάντε. Στη Ελλάδα απαντά μόνο στα νησιά Λέρος, Κως, Σύμη, Τήλος, Ρόδος, Χάλκη και Καστελλόριζο. Οι ελληνικοί πληθυσμοί βρίσκονται στο δυτικότερο άκρο της συνολικής κατανομής του είδους.
Το είδος περιλαμβάνεται στο Παράρτημα IV της Οδηγίας των Οικοτόπων 92/43/ΕΟΚ, στο ΠΔ 67/81 και στο Παράρτημα II της Σύμβασης της Βέρνης. Χαρακτηρίζεται ως Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC), τόσο από την IUCN (2020), όσο και από το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009). Η κατάσταση διατήρησης του είδους χαρακτηρίζεται ως ικανοποιητική.