Λαφιάτης
Μεγάλο μυώδες φίδι, το μήκος του μπορεί σε σπάνιες περιπτώσεις να ξεπεράσει τα δύο μέτρα. Τα ενήλικα έχουν κιτρινωπό ή καφεκόκκινο βασικό χρωματισμό και τέσσερις χαρακτηριστικές σκουρόχρωμες ραβδώσεις κατά μήκος της ράχης και της ουράς. Σκουρόχρωμη γραμμή πλευρικά από το μάτι έως την περιοχή του λαιμού. Τα νεαρά είναι πολύ διαφορετικά, με πιο ανοιχτόχρωμο έως σχεδόν άσπρο χρωματισμό και με μεγάλες σκουρόχρωμες κηλίδες αντί για γραμμές στη ράχη. Ραχιαίες φολίδες ελαφρά τροπιδωτές διατεταγμένες συνήθως σε 25 σειρές (23-27) στο μέσον του σώματος.
Αν και γενικά προτιμάει θερμές και υγρές περιοχές χρησιμοποιεί μεγάλο εύρος ενδιαιτημάτων από ξηρές πετρώδεις πλαγιές και θαμνώνες έως ανοίγματα δασικών εκτάσεων, υγρά λιβάδια και όχθες ποταμών και λιμνών έως τα 1.400 μέτρα υψόμετρο. Ημερόβιο φίδι, συχνά βρίσκεται σε σκιασμένα σημεία και το καλοκαίρι ενεργοποιείται περισσότερο το απόγευμα. Αν και γενικά κυνηγά στο έδαφος κυρίως μικρά Θηλαστικά αλλά και σαύρες και Αμφίβια, συχνά σκαρφαλώνει σε δέντρα και θάμνους για να κυνηγήσει πουλιά καθώς και νεοσσούς από τις φωλιές. Ζευγαρώνει την άνοιξη και τα θηλυκά γεννούν 6-16 αυγά κάτω από πέτρες ή σε σχισμές. Τα νεαρά εμφανίζονται γύρω στο Σεπτέμβριο και τρέφονται κυρίως με νεαρές σαύρες και Τρωκτικά. Απομακρύνεται συνήθως με αργές κινήσεις καθώς φαίνεται να στηρίζεται στο καμουφλάζ του για να περάσει απαρατήρητο.
Το είδος εξαπλώνεται στην ηπειρωτική Ελλάδα εκτός της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης όπου αντικαθίσταται από τον κεχρίτη. Βρίσκεται ακόμα στην Πελοπόννησο, την Εύβοια και σε πολλά νησιά του Ιονίου, των Κυκλάδων και των Σποράδων.
Προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα 67/81. Περιλαμβάνεται στα Παραρτήματα IΙ και IV της Οδηγίας των Οικοτόπων 92/43/ΕΟΚ και στο Παράρτημα II της Σύμβασης της Βέρνης. Χαρακτηρίζεται ως Σχεδόν Απειλούμενο (ΝΤ) από την IUCN (2020) και ως Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC) από το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009). Η κατάσταση διατήρησης του είδους χαρακτηρίζεται ως Ικανοποιητική.