Έρυξ
Τα ενήλικα άτομα έχουν ολικό μήκος έως 80 εκατοστά. Ο βασικός χρωματισμός της ράχης είναι κιτρινοκάστανος, κεραμιδί-καστανός ή γκρίζος, με σκουρόχρωμες κηλίδες, γραμμές και βούλες. Το κάτω και το πλαϊνό μέρος του σώματος είναι ανοιχτόχρωμα με σκούρα στίγματα. Έχει πολύ κοντή ουρά, μικρά μάτια και μεγάλη πλατιά ρυγχιαία φολίδα.
Ο έρυξ είναι ένα φίδι με κρυπτικό τρόπο ζωής που περνάει μεγάλο μέρος της ζωής του υπόγεια. Στην επιφάνεια του εδάφους εμφανίζεται μόνο κατά την αναπαραγωγική περίοδο ή την αυγή και το σούρουπο σε θερμότερες περιόδους. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα πέφτει σε νάρκη. Το ζευγάρωμα γίνεται Απρίλιο–Ιούνιο και το θηλυκό γεννά 3–12 μικρά. Η διατροφή του είδους αποτελείται από μικρά τρωκτικά, πουλιά και σαύρες και διάφορα Ασπόνδυλα, όπως Ορθόπτερα και Γαστερόποδα. Προτιμά ξηρά ενδιαιτήματα, παραθαλάσσιες περιοχές, αμμόλοφους, ανοιχτά δάση, θαμνότοπους με χαμηλή βλάστηση, λιβάδια, ελαιώνες και καλλιεργημένες περιοχές. Ζει από το επίπεδο της θάλασσας έως 1.500 μέτρα υψόμετρο.
Το είδος εξαπλώνεται από τη βόρεια Αφρική ως τη Μέση Ανατολή, την ΝΑ Ευρώπη και τον Καύκασο. Στην Ελλάδα απαντά σε όλη την ηπειρωτική χώρα, στα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων, σε αρκετά νησιά του βορείου και ανατολικού Αιγαίου, στην Κέρκυρα και στην Εύβοια.
Ο έρυξ περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης, στο Παράρτημα IV της Οδηγίας των Οικοτόπων (92/43/ΕΟΚ) και στην Σύμβαση CITES. Χαρακτηρίζεται ως Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC) τόσο από την IUCN (2020) όσο και από το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009). Πολλές περιοχές όπου ζει προστατεύονται. Τα κύρια προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι η εντατικοποίηση της γεωργίας, η καταστροφή των ενδιαιτημάτων του, η οδική θνησιμότητα και η παράνομη συλλογή.