Δενδρογαλιά
Μέτριου μεγέθους λεπτό φίδι με μήκος που σπάνια ξεπερνάει το ένα μέτρο. Βασικός χρωματισμός σε τόνους του γκρίζου ή του λαδί-καφέ. Πολυάριθμα διάσπαρτα σκουρόχρωμα στίγματα στη ράχη που δεν σχηματίζουν μπάρες. Συνήθως στο μέσον των στιγμάτων υπάρχει διαμήκης ανοιχτόχρωμη γραμμή. Στο πίσω μέρος του σώματος και στην ουρά ο χρωματισμός είναι συνήθως ενιαίος χωρίς στίγματα. Η υπόλευκη πέμπτη άνω χειλική φολίδα τέμνεται, συνήθως διαγώνια, στη μέση από μια μαύρη πλατιά γραμμή που ξεκινάει από το μάτι. Άσπρα στίγματα μετωπιαία. Λείες ραχιαίες φολίδες διατεταγμένες σε 19 σειρές (σπάνια 17) στο μέσον του σώματος.
Βρίσκεται σε ποικιλία ενδιαιτημάτων έως τα 1.400 μέτρα υψόμετρο αλλά είναι πιο κοινό στο επίπεδο της θάλασσας. Προτιμάει ξηρές πλαγιές με θάμνους και πετροσωρούς, πολυετείς καλλιέργειες, αλλά και δασικά ανοίγματα κυρίως στην μεσογειακή ζώνη. Ημερόβιο, γρήγορο και νευρικό φίδι που κυνηγά ενεργά στο επίπεδο του εδάφους αλλά μπορεί να σκαρφαλώσει επιδέξια σε θάμνους και χαμηλά δέντρα. Τρέφεται κυρίως με σαύρες, Ασπόνδυλα και μικρά Τρωκτικά, άλλα μπορεί να κυνηγήσει και μικρά φίδια η νεοσσούς πουλιών. Ζευγαρώνει συνήθως τον Μάιο και τα θηλυκά γεννούν 4-10 αυγά κατά την περίοδο Ιουνίου- Ιουλίου. Τα νεαρά τρέφονται αρχικά με μεγάλα Έντομα.
Το είδος εξαπλώνεται στην ηπειρωτική Ελλάδα εκτός της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Βρίσκεται επίσης στην Πελοπόννησο, την Εύβοια, την Κρήτη καθώς και σε νησιά του Ιονίου, του Σαρωνικού, του Αργολικού και των Σποράδων.
Προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα 67/81. Περιλαμβάνεται στο Παράρτημα IV της Οδηγίας των Οικοτόπων 92/43/ΕΟΚ και στο Παράρτημα II της Σύμβασης της Βέρνης. Χαρακτηρίζεται ως Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC) από την IUCN (2020) και από το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009). Η κατάσταση διατήρησης του είδους χαρακτηρίζεται ως Ικανοποιητική.