Βουνόσαυρα
Ολικό μήκος σώματος έως και 11 εκατοστά, ενώ η ουρά δεν ξεπερνάει τα 14. Το σώμα και το κεφάλι της βουνόσαυρας είναι εύρωστα, κοντά και χοντρά και τα άκρα της σχετικά κοντά. Και τα δύο φύλα φέρουν δύο φαρδιές καστανές λωρίδες πλευρο-ραχιαία και μία φωτεινή λεπτή γραμμή κεντρικά, κατά μήκος της ράχης, από το κεφάλι έως και την ουρά. Μεταξύ των φαρδιών λωρίδων σχηματίζονται σκούρες καφέ τετραγωνισμένες κηλίδες σε ανοιχτό καφέ φόντο. Σκούρες κηλίδες, συχνά με λευκά στίγματα στο κέντρο, σχηματίζονται επίσης στις πλευρές και στα δύο φύλα. Τα αρσενικά διαφέρουν καθώς έχουν πράσινες πλευρές, κεφάλι και μπροστινά άκρα, ενώ τα θηλυκά έχουν καστανό-καφετί χρώμα στις αντίστοιχες θέσεις και στερούνται του πράσινου χρώματος.
Ημερόβιο και εδαφόβιο είδος, σχετικά αργοκίνητο και εύκολο στην παρατήρηση. Στην Ελλάδα περιορίζεται μόνο σε αλπικά λιβάδια και δάση σε μεγάλα υψόμετρα. Δραστηριοποιείται μεταξύ Μαρτίου και μέσα Φθινοπώρου, ανάλογα και τις καιρικές συνθήκες, ενώ τον υπόλοιπο χρόνο πέφτει σε χειμερία νάρκη. Η αναπαραγωγική περίοδος διαρκεί όλη την άνοιξη και τα θηλυκά γεννούν 4-18 αυγά τα οποία εκκολάπτονται μέσα στο καλοκαίρι. Τρέφεται κυρίως με μεγάλα Έντομα και άλλα Ασπόνδυλα, καθώς και μικρότερες σαύρες, ακόμα και του ίδιου είδους.
Το είδος έχει τεράστια εξάπλωση κατά μήκος της Ευρασίας με τη χώρα μας να συνιστά το νοτιότερο άκρο κατανομής. Σε ελληνικό έδαφος έχει καταγραφεί στα βουνά Λάκμος, Βαρνούντας, Βόρας και στην Οροσειρά της Ροδόπης, ενώ ενδέχεται να απαντά και στον Όρβηλο ίσως και σε άλλα βουνά των συνόρων.
Περιλαμβάνεται στο Παράρτημα IV της Οδηγίας των Οικοτόπων (92/43/ΕΟΚ) και στο Παράρτημα II της Σύμβασης της Βέρνης. Χαρακτηρίζεται ως Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC) τόσο από την IUCN (2020) όσο και από το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009). Η κατάσταση διατήρηση του είδος χαρακτηρίζεται ως Ικανοποιητική. Οι ελληνικοί πληθυσμοί απειλούνται από την υποβάθμιση των αλπικών ενδιαιτημάτων, λόγω κατασκευής χιονοδρομικών κέντρων και αιολικών πάρκων.