Λισσοτρίτωνας
Ο λισσοτρίτωνας είναι ένα μικρό ουρόδηλο Αμφίβιο με μήκος έως 10 εκατοστά. Το δέρμα του είναι λείο και φέρει δύο μαύρες γραμμές που διαπερνούν τα μάτια. Το χρώμα της ράχης είναι καφέ-γκρι και συχνά λαδί με μαύρες κηλίδες, ενώ η κοιλιά έχει χρώμα κίτρινο ή πορτοκαλί με μαύρες κηλίδες που επεκτείνονται και στον λαιμό. Τα αρσενικά άτομα εμφανίζουν ραχιαία ακρολοφία, ενώ τα θηλυκά εμφανίζουν πιο ομοιόμορφα χρωματικά πρότυπα χωρίς έντονες κηλίδες στη ράχη. Κατά την περίοδο της αναπαραγωγής, τα αρσενικά αποκτούν εντονότερα χρώματα και ένα νημάτιο στην άκρη της ουράς για την ερωτοτροπία.
Ο λισσοτρίτωνας είναι δραστήριος κυρίως κατά τις νυχτερινές ώρες και επιστρέφει στις υδατοσυλλογές νωρίς την άνοιξη για την αναπαραγωγή. Κατά την αναπαραγωγική περίοδο τα αρσενικά επιδίδονται σε ερωτοτροπίες για να προσελκύσουν τα θηλυκά. Τα θηλυκά γεννούν περίπου 50-300 αυγά τα οποία εναποθέτουν πάνω στα υδρόβια φυτά τυλίγοντάς τα ανάμεσα στα φύλλα για προστασία. Συναντάται σε φυσικές και τεχνητές υδατοσυλλογές σε υψόμετρο μέχρι και 1000 μέτρα, με πλούσια βλάστηση (μακρόφυτα), χωρίς παρουσία ψαριών. Τα ενήλικα άτομα τρέφονται με χερσαία και υδρόβια Αρθρόποδα, σαλιγκάρια, ενώ έχει παρατηρηθεί κανιβαλισμός κυρίως σε αυγά ή/και προνύμφες τριτώνων.
Το είδος είναι ενδημικό των νοτιοδυτικών Βαλκανίων. Στην Ελλάδα απαντάται σε όλη την ηπειρωτική χώρα (εκτός από την ανατολική Μακεδονία και Θράκη), την Πελοπόννησο και στα Ιόνια νησιά.
Το είδος προστατεύεται από την ελληνική νομοθεσία (ΠΔ 67/81) και περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης ως Triturus vulgaris. Χαρακτηρίζεται ως είδος Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC) από την IUCN (2020). Απειλείται από την υποβάθμιση ή και την απώλεια των υδάτινων ενδιαιτημάτων του, τη κλιματική αλλαγή και τη θήρευση που προκαλείται από την εισαγωγή ειδών ψαριών στις υδατοσυλλογές όπου ζει.