Χοχυλίνα
Η χοχυλίνα είναι ένα είδος σαλαμάνδρας με μέγιστο μήκος 15 εκατοστά. Το σώμα της είναι λεπτό και κυλινδρικό, ενώ το κεφάλι της είναι πεπλατυσμένο με μεγάλα μάτια και ανεπτυγμένους παρώτιους αδένες στη βάση του. Η ραχιαία πλευρά εμφανίζει χρώμα καστανό με κίτρινες κηλίδες, ενώ η κοιλιακή πλευρά είναι πιο ανοιχτόχρωμη, κιτρινωπή ή καστανή. Τα αρσενικά φέρουν μία μυτερή απόφυση στη βάση της ουράς στη ραχιαία πλευρά, η οποία χρησιμοποιείται στη συνουσία, βοηθώντας την αμάρα των θηλυκών να έρθει στη σωστή θέση για τη σύζευξη.
Το είδος είναι δραστήριο κυρίως τις νυχτερινές ώρες και σε περιόδους με υψηλά επίπεδα υγρασίας. Παραμένει ενεργό από τον Οκτώβριο μέχρι τον Απρίλιο, ενώ το καλοκαίρι κρύβεται σε σχισμές και κοιλότητες στο ασβεστολιθικό έδαφος των νησιών (διαθέριση). Αναπαράγεται τον χειμώνα, όπου τα θηλυκά άτομα γεννούν μέχρι δύο πλήρως ανεπτυγμένα άτομα (ζωοτοκία). Συναντάται σε περιοχές με φρύγανα, πευκοδάση και λιβάδια, ενώ η παρουσία του είναι συχνή σε εγκαταλειμμένα κτίσματα και οικισμούς. Το είδος τρέφεται κυρίως με σαλιγκάρια, σκουλήκια και Έντομα.
Η χοχυλίνα είναι ενδημικό είδος της Ελλάδας και εντοπίζεται στην Κάρπαθο, στη Σάρια και στην Κάσο.
Το είδος προστατεύεται από την ελληνική νομοθεσία (ΠΔ 67/81) και περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης και στα Παραρτήματα II και IV της Οδηγίας των Οικοτόπων (92/43/ΕΟΚ). Χαρακτηρίζεται ως είδος Τρωτό (VU) σύμφωνα με την IUCN και Σχεδόν Απειλούμενο (ΝΤ) σύμφωνα με το Κόκκινο βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009) με την εξαίρεση των πληθυσμών της Κάσου που χαρακτηρίζονται ως Κρισίμως Κινδυνεύοντες (CR). Απειλείται από την καταστροφή ή και την υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων του, κυρίως λόγω των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, της οικιστικής και τουριστικής ανάπτυξης και της υπερβόσκησης.