Βάτραχος της Κρήτης
Το μήκος σώματος σπάνια ξεπερνά τα 8,5 εκατοστά. Το χρώμα της ράχης μπορεί να είναι γκρι, λαδί ή καφέ με καφέ ή λαδί κηλίδες και σε ορισμένες περιπτώσεις πράσινο με καφέ κηλίδες. Η κοιλιά είναι ανοιχτόχρωμη με γκριζωπά στίγματα, ενώ το εσωτερικό των άκρων είναι κίτρινο. Έχει διακριτές ραχιοπλευρικές δερματικές αναδιπλώσεις. Τα αρσενικά έχουν φωνητικούς σάκους σκούρου γκρι χρώματος.
Είναι ζώο ημερόβιο. Δραστηριοποιείται κυρίως την άνοιξη και το καλοκαίρι, αλλά εφόσον οι συνθήκες είναι κατάλληλες, μπορεί να παραμείνει δραστήριο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Συναντάται συνήθως κοντά σε υγροτόπους, φυσικούς (λίμνες, λιμνία, έλη, εποχικά τέλματα, ποτάμια χαμηλής ροής, ρυάκια), αλλά και τεχνητούς (κανάλια, λιμνοδεξαμενές κ.α.), καθώς εκεί αναπαράγεται και γεννά. Η αναπαραγωγική περίοδος διαρκεί από τον Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο.
Το είδος είναι ενδημικό της Κρήτης.
Περιλαμβάνεται στο Παράρτημα III της Σύμβασης της Βέρνης και στο Παράρτημα V της Οδηγίας των Οικοτόπων (92/43/ΕΟΚ), ενώ προστατεύεται και από την ελληνική νομοθεσία (ΠΔ 67/81). Χαρακτηρίζεται ως Κινδυνεύον (ΕΝ), τόσο από την IUCN (2020), όσο και από το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009). Απειλείται κυρίως από την υποβάθμιση ή την απώλεια των υγροτοπικών ενδιαιτημάτων του, λόγω της υπεράντλησης των υδάτων και της δημιουργίας μεγάλων τουριστικών υποδομών, αλλά και από την ξηρασία, λόγω κλιματικής αλλαγής. Επίσης, ένας σημαντικός πληθυσμός του είδους έχει συρρικνωθεί δραματικά λόγω της εισαγωγής του ξενικού είδους Lithobates catesbeianus.