Λεβεντόσαυρα
Θεωρείται από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του γένους Podarcis καθώς το μήκος κεφαλοκορμού μπορεί να φτάσει τα 7,9 εκατοστά. Τα αρσενικά είναι μεγαλύτερα από τα θηλυκά. Φέρει λείο κολάρο. Όπως και σε άλλα είδη του γένους, οι χρωματισμοί μπορεί να διαφοροποιούνται ανά άτομο, με το φύλο και εποχικά. Το βασικό χρώμα της ράχης είναι πρασινωπό έως καφέ με μαύρα στίγματα και κηλίδες. Μπορεί να φέρει δύο ανοιχτόχρωμες ρίγες ραχιοπλευρικά. Η κοιλιά είναι συνήθως ανοιχτόχρωμη, αλλά κατά την περίοδο του ζευγαρώματος τα αρσενικά μπορεί να έχουν πορτοκαλί αποχρώσεις στην κοιλιά και γαλάζιες κηλίδες στα πλευρά.
Η λεβεντόσαυρα περιγράφηκε ως ξεχωριστό είδος το 2008, ενώ μέχρι τότε θεωρούταν υποείδος της αιγαιόσαυρας. Δεν γνωρίζουμε πολλά για τη βιολογία του είδους λόγω της εξαιρετικά περιορισμένης γεωγραφικής του εξάπλωσης και του δυσπρόσιτου της περιοχής. Είναι ζώο ημερόβιο και εδαφόβιο. Πιθανότατα παραμένει δραστήριο όλο το χρόνο, ενώ το καλοκαίρι αποφεύγει τις υψηλές θερμοκρασίες του μεσημεριού. Ζευγαρώνει την άνοιξη και τα θηλυκά γεννούν συνήθως δύο φορές το χρόνο. Το ενδιαίτημα της αποτελείται από αραιά φρύγανα, πέτρες και βράχια. Τρέφεται με Ασπόνδυλα (κυρίως Έντομα και Αράχνες), αλλά και με φυτική ύλη (κυρίως φύλλα).
Το είδος είναι ενδημικό των νησίδων Πορί (Πρασονήσι) και Λαγούβαρδος που βρίσκονται μεταξύ Κυθήρων και Αντικυθήρων.
Ως Podarcis erhardii περιλαμβάνεται στο Παράρτημα II της Σύμβασης της Βέρνης και στο Παράρτημα IV της Οδηγίας των Οικοτόπων (92/43/ΕΟΚ), ενώ προστατεύεται και από την ελληνική νομοθεσία (ΠΔ 67/81). Χαρακτηρίζεται ως Τρωτό (VU), τόσο από την IUCN (2020), όσο και από το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009). Αν και δεν αντιμετωπίζει κάποια πίεση την παρούσα στιγμή, η ιδιαίτερα περιορισμένη περιοχή εξάπλωσής του (~0,33 τετραγωνικά χιλιόμετρα), το καθιστά ευάλωτο σε οποιαδήποτε διαταραχή, όπως η πυρκαγιά, η εισαγωγή κάποιου θηρευτή, η υποβάθμιση του ενδιαιτήματος του λόγω βόσκησης, η συλλογή του για ερευνητικούς σκοπούς κ.α.