Γραικοβάτραχος
Βάτραχος με πλατύ σώμα και στρογγυλεμένο ρύγχος. Τα ενήλικα μπορεί να φτάσουν τα οκτώ ή σπανιότερα έως και τα εννέα εκατοστά. Ο χρωματισμός της ράχης ποικίλει πολύ και μπορεί να είναι κιτρινωπός, γκρίζος, καστανός, κοκκινωπός ή λαδί, συχνά με διαφόρων μεγεθών σκούρα στίγματα και μια σκούρα φαρδιά μάσκα που περικλείει τα μάτια και τη μικρή τυμπανική μεμβράνη. Το κάτω μέρος είναι ανοιχτόχρωμο. Ο λαιμός φέρει σκούρες κηλίδες και στο μέσο του κατά μήκος υπάρχει μια ανοιχτόχρωμη λωρίδα. Στις ραχιαίες πλευρές έχει δύο παράλληλες δερματικές πτυχώσεις.
Ο γραικοβάτραχος είναι δραστήριος καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, πάντα κοντά στο νερό. Πέφτει σε νάρκη τον χειμώνα και η αναπαραγωγή λαμβάνει χώρα από τα μέσα Φεβρουαρίου έως τον Απρίλιο. Τα θηλυκά γεννούν 200–2000 αυγά και οι γυρίνοι μεταμορφώνονται μετά από 50 ημέρες περίπου, ανάλογα από τη θερμοκρασία του νερού. Ο γραικοβάτραχος τρέφεται με Ασπόνδυλα, όπως Έντομα και προνύμφες αυτών, Αραχνίδια, μυρμήγκια, Γαστερόποδα και Διπλόποδα. Οι βασικές ομάδες λείας του είναι τα Ημίπτερα, τα Υμενόπτερα, οι προνύμφες Λεπιδόπτερων και τα φαλάγγια. Απαντά σε υγρές τοποθεσίες με χαμηλή μέση θερμοκρασία και καθαρά νερά μέτριας ροής, όπως ποτάμια, ρέματα και ρυάκια που βρίσκονται μέσα σε φυλλοβόλα και μεικτά δάση ή ορεινές κοιλάδες σε υψόμετρο 250–2.100 μέτρων.
Το είδος εξαπλώνεται στα νότια Βαλκάνια. Στην Ελλάδα ζει σε ολόκληρη την ηπειρωτική χώρα, στην Εύβοια και τη Θάσο.
Ο γραικοβάτραχος περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης, στο Παράρτημα IV της Οδηγίας των Οικοτόπων (92/43/ΕΟΚ) ενώ προστατεύεται και από την ελληνική νομοθεσία (ΠΔ 67/81). Χαρακτηρίζεται ως Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC) από την IUCN (2020). Ζει σε πολλές προστατευόμενες περιοχές. Το είδος δεν απειλείται, αλλά πιέσεις όπως η καταστροφή των ενδιαιτημάτων από δασικές πυρκαγιές, η κατασκευή φραγμάτων και οι αποξηράνσεις μπορεί να επηρεάσουν κάποιους πληθυσμούς του.