Βουνοβάτραχος
Το τελικό μήκος σώματος του βουνοβάτραχου μπορεί να φτάσει τα 11 εκατοστά, συνήθως όμως είναι μικρότερο. Ο βασικός χρωματισμός είναι ανοιχτό καφέ με σκούρα καφέ-μαύρα στίγματα στη ράχη και στα άκρα και μία σκούρα φαρδιά λωρίδα που ξεκινά από το ρουθούνι και φτάνει ως την άκρη του στόματος. Συνήθως έχει σκούρα στίγματα στο λαιμό. Το ρύγχος του είναι σχετικά κοντό και το σώμα του φαρδύ και πλαδαρό που παραπέμπει σε φρύνο. Κατά την αναπαραγωγή τα αρσενικά παίρνουν ένα γαλαζωπό-μωβ χρώμα ενώ τα θηλυκά αποκτούν ένα κόκκινο-καφέ χρώμα ραχιαία, κιτρινοπράσινους μηρούς και κοιλιά και μωβ νηκτικές μεμβράνες.
Δραστηριοποιείται τόσο την ημέρα όσο και τη νύχτα ακόμα και σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Στην Ελλάδα συναντάται σε δάση και υγρά λιβάδια μεγάλων υψομέτρων. Ζευγαρώνει πολύ νωρίς την άνοιξη. Η αναπαραγωγή ξεκινά εκρηκτικά με μαζικές μετακινήσεις των αρσενικών προς τις θέσεις αναπαραγωγής και διαρκεί μόνο λίγες ημέρες. Τα θηλυκά γεννούν έως και 4.500 αυγά σε μεγάλες συστάδες. Τρέφεται με κάθε λογής μικρά Ασπόνδυλα, όπως Έντομα, Γαιοσκώληκες, κ.ά.
Η εξάπλωση του είδους είναι τεράστια και απαντά σχεδόν σε όλη την κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Στην Ελλάδα βρίσκεται μόνο σε μικρό τμήμα της οροσειράς της Ροδόπης και στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού Έβρου, σε μεγάλα υψόμετρα κατά μήκος των συνόρων με τη Βουλγαρία. Οι ελληνικοί πληθυσμού συνιστούν το νοτιότερο άκρο της συνολικής κατανομής του είδους.
Ο βουνοβάτραχος περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης. Χαρακτηρίζεται ως είδος Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC) στη λίστα της IUCN (2020), ενώ ως Τρωτό (VU) στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009), λόγω της πολύ περιορισμένης και κατακερματισμένης κατανομής του στη χώρα. Η κατάσταση διατήρησης του είδους χαρακτηρίζεται ως ικανοποιητική.