Κροκοδειλάκι
Το κροκοδειλάκι έχει μεγάλο τριγωνικό κεφάλι και μακρύ σώμα, που μπορεί να φτάσει τα 30 εκατοστά και καλύπτεται από ανισομεγέθεις και ακανθώδεις φολίδες, στην περιοχή του λαιμού, της ράχης, των άκρων και της ουράς. Το βασικό χρώμα του σώματος είναι το ανοικτό έως σκούρο καφέ-γκρι, με εναλλαγές μπλε-καφέ (S. s. daani) ή κίτρινων-καφέ (S. s. stellio) ραχιαίων ζωνών που θυμίζουν αστέρια. Το κεφάλι και τα πρόσθια άκρα των αρσενικών κυρίως ατόμων έχουν έντονο μπλε (S. s. daani) ή κίτρινο-πορτοκαλί (S. s. stellio) χρώμα, ιδιαίτερα κατά την αναπαραγωγική περίοδο.
Δραστηριοποιείται την ημέρα, από την αρχή της άνοιξης μέχρι και το φθινόπωρο αλλά και κατά τις ηλιόλουστες και σχετικά θερμές ημέρες του χειμώνα. Τα θηλυκά γεννούν 4 έως 10 αυγά από τον Μάιο μέχρι τον Ιούλιο. Τρέφεται κυρίως με Αρθρόποδα, σε μικρότερο βαθμό με άνθη και σπέρματα φυτών, ενώ μπορεί ευκαιριακά να καταναλώσει μικρότερες σαύρες, φίδια ή και αυγά πτηνών. Συναντάται κυρίως σε βραχώδεις ανοικτές περιοχές με μακκία βλάστηση ή/και φρύγανα, σε καλλιέργειες όπως οι ελαιώνες, και σε ανθρώπινες κατασκευές όπως οι ξερολιθιές και οι τοίχοι κτηρίων.
Το είδος εξαπλώνεται στην Ελλάδα, την Τουρκία, τη Συρία, τον Λίβανο, το Ισραήλ, την Ιορδανία και την Σαουδική Αραβία. Στην Ελλάδα συναντάται στα νησιά του Α. Αιγαίου και στις κεντρικές Κυκλάδες, ενώ οι πληθυσμοί της Κέρκυρας, της Θεσσαλονίκης, της Καρπάθου και της Κρήτης θεωρούνται αποτέλεσμα σχετικά πρόσφατης μεταφοράς.
Το κροκοδειλάκι περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης, στο Παράρτημα IV της Οδηγίας των Οικοτόπων (92/43/ΕΟΚ) ενώ προστατεύεται και από την ελληνική νομοθεσία (ΠΔ 67/81). Χαρακτηρίζεται ως είδος μειωμένου ενδιαφέροντος (LC) τόσο από την IUCN (2020) όσο και από το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009) λόγω της ευρείας εξάπλωσής του, σε συνδυασμό με την ικανότητά του να επιβιώνει σε πληθώρα φυσικών και ανθρωπογενών ενδιαιτημάτων.
