Αγιόφιδο
Το μήκος του σώματός του, συνήθως, φτάνει μέχρι το ένα μέτρο. Η κόρη των ματιών του είναι κάθετη, όμως στο σκοτάδι γίνεται στρογγυλή. Έχει γκρίζο-καστανό χρώμα με σκούρες καφέ κηλίδες σε όλο το μήκος της ράχης του. Στη βάση του κεφαλιού του φέρει χαρακτηριστικά σκούρο καφέ «κολάρο» ή «σταυρό».
Προτιμά τα φρύγανα και τη μακκία βλάστηση, τις καλλιεργημένες εκτάσεις και τα αραιά δάση, ειδικά αν υπάρχουν πέτρες, βράχια και πετρότοιχοι. Τρέφεται κυρίως με σαύρες και περιστασιακά με μικρά φίδια, μικροθηλαστικά και πουλιά. Είναι, κυρίως, νυκτόβιο είδος, ζευγαρώνει την άνοιξη και γεννά 5-18 αυγά. Είναι ακίνδυνο για τον άνθρωπο παρότι ανήκει στα οπισθόγλυφα φίδια.
Σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, και σε πολλά από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, των Δωδεκανήσων, των Κυκλάδων, των Σποράδων, του Σαρωνικού, των Κυθήρων, του Ιονίου και στην Κρήτη.
Προστατεύεται από το Π.Δ. 67/81, επίσης, περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης. Χαρακτηρίζεται ως είδος Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC) τόσο από την IUCN (2020) όσο και από το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009). Περιλαμβάνεται στο Παράρτημα IV της Οδηγίας των Οικοτόπων (92/43/ΕΟΚ). Οι κύριες απειλές που αντιμετωπίζει είναι η καταστροφή και υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων του από την εντατικοποίηση της γεωργίας.