Σπιτόφιδο
Το μήκος του φτάνει μέχρι 1,20 μέτρα. Φέρει λείες φολίδες. Το βασικό του χρώμα είναι μπεζ και παρουσιάζει δύο χρωματικές ποικιλίες, τη ραβδωτή με δύο παράλληλες πορτοκαλί-κόκκινο χρώματος ραβδώσεις και τη στικτή με μια σειρά από κηλίδες σε κόκκινο χρώμα πλαισιωμένες από μαύρο περίγραμμα. Στα πλευρά φέρει μαύρες ή μαυροκόκκινες κηλίδες.
Συναντάται σε μεσογειακή μακκία βλάστηση, πετρώδεις περιοχές με θάμνους, εγκαταλελειμμένα κτίσματα, καλλιεργημένες εκτάσεις και δάση φυλλοβόλων. Τρέφεται κυρίως με Τρωκτικά, ενώ τα νεαρά τρέφονται με Έντομα και σαύρες. Ζευγαρώνει τον Μάιο - Ιούνιο και γεννά 2-7 αυγά. Είναι ημερόβιο φίδι και ακίνδυνο. Γενικά αποφεύγει τις υψηλές θερμοκρασίες.
Σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα και σε πολλά από τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, των Κυκλάδων, των Σποράδων, του Σαρωνικού, του Ιονίου, τα Κύθηρα και την Κρήτη.
Προστατεύεται από το Π.Δ. 67/81, επίσης, περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης. Χαρακτηρίζεται ως είδος μειωμένου ενδιαφέροντος (LC) τόσο από την IUCN (2020) όσο και από το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009). Περιλαμβάνεται στα παραρτήματα ΙΙ και IV της Οδηγίας των Οικοτόπων (92/43/ΕΟΚ). Οι κύριες απειλές που αντιμετωπίζει είναι η καταστροφή και υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων του από την έντονη οικιστική επέκταση και τη θνησιμότητα στους δρόμους.