Πελασγική Σαύρα
Το τελικό μήκος σώματος των ενηλίκων φτάνει μέχρι τα επτά εκατοστά, ενώ η ουρά είναι περίπου διπλάσια σε μήκος. Το σώμα της είναι σχετικά πεπλατυσμένο. Έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με τη σαύρα της Ιωνίας. Το βασικό χρώμα της ράχης είναι καφέ, το οποίο ιριδίζει προς το πράσινο υπό συγκεκριμένες οπτικές γωνίες ανάλογα και της κατεύθυνσης του φωτός. Φέρει πολυάριθμα φωτεινά στίγματα. Τυπικά δύο ανοιχτόχρωμες γραμμές διατρέχουν τη ράχη από το κεφάλι έως τη βάση της ουράς. Ο λαιμός μπορεί να είναι υπόλευκος, πορτοκαλί ή κοκκινωπός, ενώ η ουρά των νεαρών ατόμων είναι έντονου τουρκουάζ χρώματος το οποίο φθίνει προς το ξεθωριασμένο πράσινο όσο το ζώο μεγαλώνει σε ηλικία.
Όπως και η σαύρα της Ιωνίας, πρόκειται για ημερόβιο είδος που δραστηριοποιείται σχεδόν όλο το χρόνο. Προτιμά μεσογειακά, ξηρά ενδιαιτήματα με πέτρες και χαμηλή βλάστηση, ενώ είναι αρκετά κοινή εντός κατοικημένων περιοχών, συνήθως σε ξερολιθιές και αρχαιολογικούς χώρους. Αποφεύγει τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες το καλοκαίρι. Σκαρφαλώνει συχνά σε βράχους και ψηλά σε τοίχους όπου παρατηρείται να λιάζεται. Η αναπαραγωγή ξεκινά την άνοιξη και διαρκεί έως τα μέσα καλοκαιριού. Τα θηλυκά γεννούν 3-8 αυγά. Τρέφεται με μικρά Ασπόνδυλα, όπως Έντομα, Αράχνες, κ.ά., ενώ έχει παρατηρηθεί να τρώει και μικρότερες σαύρες, όπως σαμιαμίδια.
Σε ελληνικό έδαφος το είδος εντοπίζεται στα νησιά Νίσυρος, Σύμη, Ρόδος, νησίδες Πεντάνησος και Αλιμιά Ρόδου, νησίδα Στρογγυλή. Πρόσφατα καταγράφηκε η παρουσία του στο Καστελλόριζο και την Κάσο, όπου πιθανότατα μεταφέρθηκε ακούσια.
Το είδος περιλαμβάνεται στο Παράρτημα III της Σύμβασης της Βέρνης. Χαρακτηρίζεται ως Μειωμένου ενδιαφέροντος (LC), τόσο από την IUCN (2020), όσο και από το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009). Η κατάσταση διατήρησης του είδους χαρακτηρίζεται ως ικανοποιητική. Οι απειλές του είδους αφορούν καταστροφή και υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων του από τις ανθρώπινες δραστηριότητες και τη σύγχρονης μορφής οικιστική ανάπτυξη.