Κονάκι
Το μήκος του σώματος έως την αμάρα μπορεί να φτάσει τα 22 εκατοστά, ενώ το συνολικό μήκος μαζί με την ουρά φτάνει τα 50 εκατοστά. Το δέρμα του είναι λείο και γυαλιστερό. Τα ενήλικα αρσενικά άτομα έχουν γκρίζο ή καφέ-χάλκινο χρώμα, σχεδόν ενιαίο με ελαφρώς σκουρότερες πλευρές, ενώ κατά την περίοδο αναπαραγωγής μπορεί να εμφανίσουν έντονα γαλάζια στίγματα στη ράχη. Τα θηλυκά έχουν μπεζ ή ανοιχτό καφέ χρώμα ραχιαία, ενώ οι πλευρές και η κοιλιά είναι εμφανώς σκουρότερα, σχεδόν μαύρα. Τυπικά, μία σκούρα στενή λωρίδα στο κέντρο της ράχης διατρέχει όλο το μήκος του σώματος και της ουράς των θηλυκών. Τα ανήλικα και των δύο φύλων είναι πανομοιότυπα με τα ενήλικα θηλυκά με πιο έντονο, μπρούτζινο-χρυσαφί χρώμα ραχιαία.
Ημερόβια σαύρα που ακολουθεί κρυπτικό τρόπο ζωής, αποφεύγοντας τις μετακινήσεις στα ανοιχτά, τις υψηλές θερμοκρασίες και τον έντονο ήλιο. Προτιμά ενδιαιτήματα με υγρασία όπως δάση ή υγροτόπους, ενώ συχνά συναντάται και μέσα σε κήπους και χωράφια. Δραστηριοποιείται περισσότερο το πρωί και το απόγευμα, συνήθως κινούμενο κάτω από φυλλοστρωμνή, μέσα στη βλάστηση ή κάτω από πέτρες, κορμούς και άλλα αντικείμενα. Αναπαράγεται την άνοιξη και τα θηλυκά γεννούν 3-26 νεογνά (ζωοτοκία) στα τέλη Ιουνίου. Τρέφεται με κάθε λογής Ασπόνδυλα, έχοντας προτίμηση σε χερσαία Μαλάκια και σκουλήκια, ενώ περιστασιακά θα τραφεί και με μικρότερες σαύρες, ακόμα και του ίδιου είδους.
Το είδος εξαπλώνεται σχεδόν σε όλη την κεντρική, βόρεια και δυτική Ευρώπη και τις δυτικές Βαλκανικές χώρες. Στην Ελλάδα το συναντάμε μόνο βόρεια, ανατολικά του Αξιού ποταμού και στη Θάσο. Δυτικά του Αξιού το είδος φαίνεται να αντικαθίσταται από το ελληνικό κονάκι (Anguis graeca).
Προστατεύεται από το ΠΔ 67/81 και αναφέρεται στο Παράρτημα ΙII της Σύμβασης της Βέρνης. Χαρακτηρίζεται ως Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC) τόσο από την IUCN (2020), όσο και από το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009).
