Αμφίσβαινα
Το είδος αυτό χαρακτηρίζεται από έλλειψη άκρων και από την ανάπτυξη των φολίδων του σώματος σε εγκάρσιους δακτυλίους, μοιάζοντας έτσι έντονα με γαιοσκώληκα. Το μήκος σώματος των ενηλίκων ατόμων φτάνει μέχρι και τα 20 εκατοστά. Το κεφάλι, το οποίο έχει δύο μικρά ατροφικά μάτια, δεν ξεχωρίζει από το σώμα, ενώ το ίδιο σχήμα φέρει και η άκρη της πολύ κοντής ουράς. Η πάνω σιαγόνα είναι μεγαλύτερη σε σχέση με την κάτω, στοιχείο που διευκολύνει τη διάνοιξη στοών μέσα στο χώμα. Το γενικό χρώμα του σώματος είναι ροζ-καστανό ή γκριζοκόκκινο.
Προτιμά εδάφη με μαλακό χώμα ή άμμο και λιγοστές πέτρες, αρκετή υγρασία και βλάστηση, ενώ εντοπίζεται και σε καλλιέργειες. Προσαρμοσμένο στην υπόγεια διαβίωση, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, σκάβοντας μικρές στοές ή χρησιμοποιώντας προϋπάρχοντα λαγούμια άλλων Ασπόνδυλων ή Τρωκτικών. Όπως δηλώνει το όνομά του έχει την ικανότητα να κινείται και προς τις δύο κατευθύνσεις (αμφί-βαίνω) μέσα στις στοές. Στην επιφάνεια του εδάφους παρατηρείται σπάνια, ωστόσο εμφανίζεται συχνότερα την άνοιξη κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, γεννώντας ένα με δύο αυγά ανά γέννα (άγνωστος ο χρόνος εκκόλαψής). Τρέφεται με μυρμήγκια και άλλα Έντομα, προνύμφες Εντόμων, καθώς και Διπλόποδα. Μη δηλητηριώδες ερπετό.
Στην Ελλάδα κατανέμεται στα νησιά Σάμος, Φούρνοι, Λέρος, Νίσυρος, Σύμη, Κως, Ρόδος και Καστελόριζο. Οι πληθυσμοί αυτοί αντιπροσωπεύουν τους μοναδικούς ευρωπαϊκούς πληθυσμούς του είδους, με μοριακές αναλύσεις να επαληθεύουν ότι ανήκουν στο υποείδος Blanus strauchi bedriagae.
Η αμφίσβαινα περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης. Χαρακτηρίζεται ως είδος Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC) τόσο από την IUCN (2020), όσο και από το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009). Κάποιες από τις περιοχές που εντοπίζεται προστατεύονται. Δεν αντιμετωπίζει κάποια μεγάλη απειλή, αν και η προκατάληψη έναντι των φιδιών ενδέχεται να οδηγεί σε θανάτωση του λόγω της ομοιότητάς του με αυτά.