Κοκκινομπομπίνα
Το τελικό μήκος σώματος κυμαίνεται μεταξύ τριών και πέντε εκατοστών. Έχει κοντό και στρογγυλεμένο ρύγχος και καρδιόσχημες κόρες ματιού. Ο χρωματισμός της ράχης είναι ανοιχτό καφέ-λαδί με κηλίδες σκούρου πράσινου χρώματος. Το χρώμα της κοιλιάς είναι χαρακτηριστικό, μαύρο με έντονες πορτοκαλί-κόκκινες κηλίδες και μικρά ασπρόμαυρα στίγματα. Φέρει πολλά μικρά φύματα σε όλη τη ράχη και δερματικούς αδένες που εκκρίνουν τοξίνες.
Δραστηριοποιείται τόσο την ημέρα όσο και τη νύχτα και συναντάται σε ρηχά, στάσιμα νερά, όπως εποχικά τέλματα, λιμνία και πλημμυρισμένα λιβάδια και χωράφια. Ζευγαρώνει αργά την άνοιξη έως το τέλος καλοκαιριού και τα θηλυκά γεννούν σε μικρές συστάδες έως και 300 αυγά συνολικά. Όταν απειληθεί καμπυλώνει χαρακτηριστικά το σώμα και τα άκρα του προς τα πάνω, επιδεικνύοντας τα έντονα προειδοποιητικά χρώματα της κοιλιάς. Οι τοξίνες που εκκρίνει κατά την άμυνα, αν και αποτελεσματικές στην αποτροπή θηρευτών, είναι ακίνδυνες για τον άνθρωπο σε επαφή με το δέρμα, αλλά προκαλούν έντονο τσούξιμο σε επαφή με τα μάτια. Τρέφεται κυρίως με Έντομα και τις προνύμφες τους αλλά και με κάθε λογής μικρά Ασπόνδυλα.
Εξαπλώνεται σχεδόν στο μισό ανατολικό τμήμα της Ευρώπης και σε τμήμα της νοτιοδυτικής Ρωσίας. Στην Ελλάδα περιορίζεται μόνο κατά μήκος του ποταμού Έβρου και οι ελληνικοί πληθυσμού βρίσκονται στο νοτιότερο άκρο κατανομής του είδους.
Περιλαμβάνεται στα Παραρτήματα IΙ και IV της Οδηγίας των Οικοτόπων 92/43/ΕΟΚ και στο Παράρτημα II της Σύμβασης της Βέρνης. Χαρακτηρίζεται ως είδος Μειωμένου ενδιαφέροντος (LC) από την IUCN (2020), ενώ στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009) χαρακτηρίζεται ως Κινδυνεύον (EN). Η Κατάσταση Διατήρησης του είδους χαρακτηρίζεται ως ανεπαρκής. Οι κύριες απειλές του είδους είναι η υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων κυρίως του λόγω εντατικής γεωργικής δραστηριότητας, αλλά και ρύπανσης.