Κιτρινομπομπίνα
Τα ενήλικα άτομα έχουν μήκος 3–5,3 εκατοστά. Η ράχη έχει χρώμα σκούρο λαδί και φέρει μικρά σκουρόχρωμα στίγματα. Το κάτω μέρος του σώματος είναι κίτρινο ή πορτοκαλί με μαύρες κηλίδες, ενώ μερικές φορές παρατηρούνται και αραιές λευκές κουκίδες. Το δέρμα καλύπτεται από φυμάτια και η κόρη του ματιού έχει σχήμα καρδιάς ή τριγωνικό. Δεν υπάρχει τυμπανική μεμβράνη και στα αρσενικά ο εξωτερικός φωνητικός σάκος απουσιάζει.
Δραστηριοποιείται όλο το εικοσιτετράωρο αλλά κυρίως την ημέρα. Βρίσκεται σε νάρκη από τον Οκτώβριο έως τον Μάρτιο. Η αναπαραγωγή πραγματοποιείται άνοιξη-καλοκαίρι και τα θηλυκά γεννούν100–170 αυγά σε ομάδες. Η κιτρινομπομπίνα τρέφεται με κυρίως με διάφορα Αρθρόποδα και τις προνύμφες τους, σαλιγκάρια, Χειλόποδα, Διπλόποδα και Ακάρεα. Οι βασικές ομάδες λείας της είναι τα Δικτυόπτερα, τα Ημίπτερα, τα Υμενόπτερα και τα υδρόβια Κολεόπτερα. Τη συναντάμε σε δάση, θαμνώνες, ξέφωτα, λιβάδια, βοσκότοπους και διαφόρων ειδών υδατοσυλλογές όπως λιμνούλες, πηγές, ρυάκια, έλη, ποτίστρες ζώων και νερολακούβες.
Το είδος εξαπλώνεται στην κεντρική και ΝΑ Ευρώπη. Στην Ελλάδα ζει σε υψόμετρα 600–2.000 μέτρων, σε ορεινούς όγκους της βόρειας και κεντρικής Ελλάδας και στην Εύβοια. Ένας μικρός πληθυσμός που υπάρχει στο νησί της Πάρου πιθανώς προέρχεται από εισαγωγή.
Η κιτρινομπομπίνα περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης και στα Παραρτήματα ΙΙ και IV της Οδηγίας των Οικοτόπων (92/43/ΕΟΚ). Χαρακτηρίζεται ως Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC) τόσο από την IUCN (2020) όσο και από το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009). Οι περισσότερες περιοχές όπου ζει προστατεύονται.Η απώλεια και η υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων της (κυρίως των υδατοσυλλογών) από κτηνοτροφικές δραστηριότητες, η όχληση, η εποχική λειψυδρία και η ορεινή οδική ανάπτυξη φαίνεται ότι αποτελούν τα γενικότερα προβλήματα του είδους στη χώρα.