Πρασινόφρυνος
Μήκος σώματος έως και 10 εκατοστά, σπάνια μεγαλύτερο. Ο τυπικός χρωματισμός του είδους ραχιαία εμφανίζεται με πράσινες κηλίδες σε υπόλευκο, μπεζ ή ανοιχτό καφέ φόντο, συχνά με διάσπαρτα πορτοκαλί-κόκκινα στίγματα. Φέρει πολλά μικρά φύματα σε όλη τη ράχη και σχεδόν παράλληλους παρωτιδικούς αδένες που συγκλίνουν ελαφρώς προς τα πίσω. Η κατεύθυνση της κόρης των ματιών είναι οριζόντια. Τα θηλυκά παρουσιάζουν έντονη αντίθεση μεταξύ των κηλίδων και του φόντου, ενώ στα αρσενικά η αντίθεση είναι πιο αμυδρή και συχνά τείνουν να έχουν ενιαίο πράσινο χρώμα. Επιπλέον, τα αρσενικά έχουν πιο αδρή ράχη, χοντρούς πήχεις, προεξέχον ρύγχος σε σχήμα φτυαριού και κατά την περίοδο της αναπαραγωγής αναπτύσσουν μαύρους συζευκτικούς τήλους στους αντίχειρες.
Συναντάται σε ποικιλία ενδιαιτημάτων, ακόμα και σε ξηρές περιοχές, από το επίπεδο της θάλασσας έως και σε αλπικά λιβάδια. Παρουσιάζει σχετικά μεγάλη ανθεκτικότητα σε υψηλή αλατότητα και ρύπανση. Εδαφόβιος και κυρίως νυκτόβιος φρύνος. Μπαίνει στο νερό μόνο για να αναπαραχθεί την άνοιξη και τα θηλυκά γεννούν 1-4 σειρές αυγών σε μακριές βλεννώδεις ταινίες. Αν απειληθεί εκκρίνει τοξίνες από αδένες του δέρματος, ικανές να αποτρέψουν τους περισσότερους θηρευτές. Οι ουσίες αυτές είναι ακίνδυνες για τον άνθρωπο σε επαφή με το δέρμα, μπορεί όμως να προκαλέσουν κάποια συμπτώματα ερεθισμού αν έρθουν σε επαφή με τα μάτια, με βλεννογόνους και με ασυνέχειες του δέρματος.
Συναντάται σχεδόν σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα καθώς και σε κάποια νησιά (Εύβοια, Κρήτη, Ιόνια νησιά, νησιά του Βορείου Αιγαίου, Δωδεκάνησα, Κυκλάδες).
Περιλαμβάνεται στο Παράρτημα IV της Οδηγίας των Οικοτόπων 92/43/ΕΟΚ, στο ΠΔ 67/81 και στο Παράρτημα II της Σύμβασης της Βέρνης. Χαρακτηρίζεται ως είδος Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC) από την IUCN (2020) και από το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009). Η κατάσταση διατήρησης του είδους χαρακτηρίζεται ως ικανοποιητική. Πολλοί νησιωτικοί πληθυσμοί κινδυνεύουν λόγω μείωσης και περιορισμού των θέσεων αναπαραγωγής.