Έφιος
Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα είδη φιδιού της Ελλάδας και της Ευρώπης. Το μήκος του μπορεί να φτάσει, και σε ορισμένες περιπτώσεις να ξεπεράσει, τα δύο μέτρα. Τα ανήλικα άτομα έχουν γκρίζα ράχη με σκούρα στίγματα που σχηματίζουν εγκάρσιες μπάρες οι οποίες φθίνουν προς την ουρά. Τα ενήλικα αποκτούν ένα γκριζο-καφέ ή γκριζο-ασημί χρώμα ραχιαία, κίτρινη κοιλιά και πορτοκαλί-κοκκινωπό κεφάλι. Οι φολίδες είναι λείες και γυαλιστερές. Τόσο στα ανήλικα, όσο και στα ενήλικα, κάθε ραχιαία φολίδα διατρέχεται από μια φωτεινή γραμμή κεντρικά, με αποτέλεσμα να σχηματίζονται πολλές φωτεινές γραμμές κατά μήκος όλου του σώματος του φιδιού, οι οποίες γίνονται εντονότερες στην ουρά.
Μη δηλητηριώδες. Ημερόβιο, νευρικό και ταχύτατο φίδι που σκαρφαλώνει και κολυμπά επιδέξια. Πολύ προσαρμοστικό είδος που συναντάται σε μεγάλη ποικιλία ενδιαιτημάτων κάθε είδους από το επίπεδο της θάλασσας έως και 1.600 μέτρα υψόμετρο. Δραστηριοποιείται από τον Μάρτιο έως τον Νοέμβριο, ανάλογα και με τις θερμοκρασίες. Η περίοδος αναπαραγωγής ξενικά συνήθως τον Απρίλιο. Τα αρσενικά κρατούν επικράτειες και μάχονται γι’ αυτές μεταξύ τους σε έναν εντυπωσιακό «χορό», όπου τυλίγουν τα σώματά τους και αλληλοσπρώχνονται με σηκωμένα τα κεφάλια. Τα θηλυκά γεννούν στα μέσα καλοκαιριού 5-18 αυγά, τα οποία εκκολάπτονται τέλη καλοκαιριού ή αρχές του φθινοπώρου. Πρόκειται για δεινό θηρευτή που κυνηγά τη λεία του και τρέφεται με Τρωκτικά, Πτηνά, Ερπετά, Αμφίβια και σε μικρή ηλικία με μεγάλα Ασπόνδυλα.
Απαντά σχεδόν σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, εκτός της Πελοποννήσου, και σε πολλά νησιά του Αιγαίου. Σε ορισμένα Δωδεκάνησα αντικαθίσταται από τον συγγενικό μαύρο έφιο, ενώ στην Κω φαίνεται να βρίσκονται σε συμπατρία.
Περιλαμβάνεται στο Παράρτημα IV της Οδηγίας των Οικοτόπων 92/43/ΕΟΚ και στο Παράρτημα II της Σύμβασης της Βέρνης. Χαρακτηρίζεται ως Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC) από την IUCN (2020) και από το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009). Η κατάσταση διατήρησης του είδους χαρακτηρίζεται ως ικανοποιητική.