Πηλοβάτης
Το μήκος σώματος φτάνει έως και 10 εκατοστά. Ο χρωματισμός του είναι παρόμοιος του πρασινόφρυνου, με διάσπαρτες ακανόνιστες σκούρες πράσινες κηλίδες σε υπόλευκο, λαδί ή μολυβί φόντο ραχιαία. Συνήθως φέρει διάσπαρτα πορτοκαλί-κόκκινα στίγματα. Έχει σχετικά οξύληκτο ρύγχος, μεγάλα πεταχτά μάτια με κατακόρυφες κόρες και πλαδαρό σώμα με χαλαρό δέρμα. Φέρει μια σκληρή δομή στα πίσω πόδια που τη χρησιμοποιεί σαν φτυάρι για να σκάβει και να θάβεται σε μαλακό χώμα.
Πρόκειται για σχεδόν αποκλειστικά νυκτόβιο είδος. Προτιμά ανοιχτά ενδιαιτήματα με υγρασία, όπως καλλιεργήσιμες εκτάσεις, παράκτιες περιοχές με αμμοθίνες, εποχικές λίμνες και χορταρόλιμνες, συνήθως στο επίπεδο της θάλασσας έως και τα 920 μέτρα υψόμετρο. Τρυπώνει βαθιά σε μαλακό υγρό χώμα όπου παραμένει κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η αναπαραγωγή λαμβάνει χώρα συνήθως τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου. Τα θηλυκά γεννούν έως και 4.000 αυγά σε μια παχιά βλεννώδη ταινία μήκους έως και ενός μέτρου. Οι γυρίνοι του είδους είναι οι μεγαλύτεροι από όλα τα αυτόχθονα είδη αμφιβίων της χώρας και μπορούν να ξεπεράσουν τα 12 εκατοστά.
Στην Ελλάδα ηπειρωτικά συναντάμε τον Πηλοβάτη με κατακερματισμένη κατανομή, από τον Έβρο έως και την Πελοπόννησο, ενώ νησιωτικούς πληθυσμούς βρίσκουμε μόνο στην Εύβοια, τη Λήμνο, τη Λέσβο και την Κω.
Περιλαμβάνεται στο Παράρτημα IV της Οδηγίας των Οικοτόπων 92/43/ΕΟΚ, στο ΠΔ 67/81 και στο Παράρτημα II της Σύμβασης της Βέρνης. Χαρακτηρίζεται ως είδος Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC) από την IUCN (2020) και ως Μη Αξιολογηθέν από το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009). Η κατάσταση διατήρησης του είδους χαρακτηρίζεται ως ικανοποιητική. Παρ’ όλα αυτά οι πληθυσμοί του είδους φαίνεται να παρουσιάζουν ύφεση λόγω υποβάθμισης των ενδιαιτημάτων του, ενώ ορισμένοι μικροί και απομονωμένοι πληθυσμοί παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα ενδογαμίας και ως εκ τούτου καθίστανται επιρρεπείς σε αλλαγές.