Βάτραχος της Ηπείρου
Το μήκος σώματος κυμαίνεται μεταξύ 6-10 εκατοστών. Βασικός χρωματισμός ράχης πράσινος με καφέ-μαύρες κηλίδες, ενώ το πίσω μέρος του σώματος συχνά μπορεί να είναι καφέ. Σε κάποια άτομα μια φωτεινή πράσινη γραμμή μπορεί να διατρέχει τη ράχη κεντρικά κατά μήκος. Έχει λείο δέρμα και άτονες πλευροραχιαίες πτυχές.
Κυρίως ημερόβιος βάτραχος που λιάζεται συχνά. Συναντάται σε μεγάλους και μικρούς υγροτόπους με στάσιμα νερά, όπως λίμνες, λιμνία, κανάλια και εποχικά τέλματα, ακόμα και σε περιοχές με υφάλμυρα νερά. Ζευγαρώνει την άνοιξη και τα θηλυκά γεννούν συστάδες αυγών που μπορεί να φτάσουν έως και 3.000 συνολικά. Πολύ συχνά δημιουργούνται υβρίδια με τον βαλκανικό βάτραχο, όπου τα είδη απαντούν σε συμπατρία, τα οποία έχουν ενδιάμεσο φαινότυπο και κοασμό. Τρέφεται με κάθε είδους μικρά Ασπόνδυλα.
Εξαπλώνεται στην Ελλάδα και σε ένα μικρό τμήμα της Αλβανίας. Στην ηπειρωτική Ελλάδα απαντά μόνο δυτικά της οροσειράς της Πίνδου και στη δυτική Πελοπόννησο, σε σχετικά χαμηλά υψόμετρα. Η νησιωτική του κατανομή περιορίζεται στην Κέρκυρα, ενώ αναφορές από τη Ζάκυνθο είναι αμφίβολες και χρειάζονται επιβεβαίωση.
Ο βάτραχος της ηπείρου περιλαμβάνεται στο Παράρτημα III της Σύμβασης της Βέρνης. Χαρακτηρίζεται ως Τρωτό είδος (VU) από την IUCN (2020) και ως Σχεδόν Απειλούμενο (NT) από το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009). Η κατάσταση διατήρησης του είδους δεν έχει αξιολογηθεί. Οι κύριες απειλές του είδους είναι η υποβάθμιση, η ρύπανση και η καταστροφή των ενδιαιτημάτων του, ενώ σε κάποιες περιοχές της χώρας το είδος συλλέγεται για κατανάλωση ως έδεσμα σε εστιατόρια.
