Κλωστιδάκι
Το μήκος κεφαλοκορμού μπορεί να φτάσει τα 7,1 εκατοστά. Τα αρσενικά είναι μεγαλύτερα από τα θηλυκά. Φέρει λείο κολάρο. Οι χρωματισμοί μπορεί να διαφοροποιούνται ανά άτομο, με το φύλο, αλλά και εποχικά. Ο χρωματισμός της ράχης μπορεί να είναι καφέ, γκριζωπός, λαδί, πράσινος ή συνδυασμός των παραπάνω με πολλές σκούρες κηλίδες και στίγματα. Συχνά φέρει δύο ανοιχτόχρωμες ρίγες ραχιοπλευρικά, οι οποίες είναι πιο εμφανείς στα θηλυκά. Η κοιλιά έχει ομοιόμορφο ανοιχτό γκρι, γαλαζωπό ή κιτρινωπό χρώμα. Κατά την περίοδο της αναπαραγωγής τα αρσενικά μπορεί να φέρουν έντονο κίτρινο ή πορτοκαλί έως κοκκινωπό χρώμα στην κοιλιά και μεγάλες γαλάζιες κηλίδες στα πλευρά.
Το κλωστιδάκι αναγνωρίστηκε ως ξεχωριστό είδος το 2008, ενώ μέχρι τότε θεωρούταν υποείδος της αιγαιόσαυρας. Είναι είδος ημερόβιο που μπορεί να παραμείνει δραστήριο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Το καλοκαίρι παρουσιάζει δικόρυφη ημερήσια δραστηριότητα με μέγιστα το πρωί και το απόγευμα. Είναι εδαφόβιο ζώο με μέτριες αναρριχητικές ικανότητες. Συνήθως απαντάται σε θαμνώδεις περιοχές με αραιή βλάστηση, καλυμμένες σε μεγάλο ποσοστό από πέτρες και βράχια, ή ακόμη και σε αμμώδεις οικοτόπους. Η περίοδος του ζευγαρώματος διαρκεί περίπου από τον Φεβρουάριο ως τον Μάιο και τα θηλυκά γεννούν 1-5 αυγά, συνήθως δύο φορές το χρόνο. Τρέφεται κυρίως με μικρά Ασπόνδυλα, ιδιαίτερα Κολεόπτερα, αλλά και με σαλιγκάρια και Αράχνες. Ενίοτε τρέφεται και με σαύρες μικρότερου μεγέθους, ενώ έχουν παρατηρηθεί και πληθυσμοί που τρέφονται με νέκταρ.
Το είδος είναι ενδημικό της Κρήτης και των νησίδων περιμετρικά της. Η παρουσία του περιορίζεται στο δυτικό τμήμα της Κρήτης, κυρίως δυτικά του Β-Ν άξονα που διασχίζει την πόλη του Ρεθύμνου, και σε αρκετές νησίδες, κυρίως στα ανατολικά της. Μπορεί να βρεθεί σε υψόμετρο έως και 2000 μέτρα.
Περιλαμβάνεται στο Παράρτημα II της Σύμβασης της Βέρνης (ως Podarcis erhardii) και στο Παράρτημα IV της Οδηγίας των Οικοτόπων (92/43/ΕΟΚ), ενώ προστατεύεται και από την ελληνική νομοθεσία (ΠΔ 67/81). Χαρακτηρίζεται ως Κινδυνεύον (ΕΝ) από την IUCN (2020) και ως Τρωτό (VU) από το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009). Η υποβάθμιση και η απώλεια των προτιμητέων ενδιαιτημάτων του λόγω της αστικοποίησης και της τουριστικής ανάπτυξης αποτελούν την κύρια απειλή που αντιμετωπίζει το είδος.