Αιγαιόσαυρα
Το μήκος σώματος μπορεί να ξεπερνά τα 7,5 και σπάνια τα 10 εκατοστά, με την ουρά να έχει διπλάσιο μήκος. Τα αρσενικά είναι μεγαλύτερα από τα θηλυκά. Έχει ψηλό και καλά ανεπτυγμένο κεφάλι με λείο κολάρο λαιμού. Εμφανίζει τεράστια ποικιλία χρωματισμών, ωστόσο ο τυπικός είναι ο καστανός-λαδί ή πρασινωπός, με πολλά μαύρα σημάδια. Δύο στενές κιτρινωπές παράλληλες ρίγες διατρέχουν τη ράχη, η κοιλιά είναι γκρίζα ή κιτρινωπή και τα πλευρά καστανά ή γκρίζα. Μπλε φωτεινά στίγματα εμφανίζονται στα αρσενικά κατά την περίοδο αναπαραγωγής, ενώ η κοιλιά γίνεται έντονη κίτρινή ή πορτοκαλί.
Εξαιρετικός αναρριχητής που προτιμά ξηρούς βιότοπους (π.χ. φρύγανα, αμμοθίνες, ξερολιθιές) μέχρι τα 1.500 μέτρα υψόμετρο. Αυστηρά ημερόβιο είδος που παραμένει ενεργό όλο το έτος με εξαίρεση τους βόρειους πληθυσμούς. Η αναπαραγωγή πραγματοποιείται από το Φεβρουάριο μέχρι το Μάιο, με τα θηλυκά να γεννούν 1-5 αυγά δύο φορές το χρόνο (ένας μήνας χρόνος εκκόλαψης). Παρατηρείται υψηλός ανταγωνισμός μεταξύ αρσενικών. Τρέφεται κυρίως με Έντομα, ενώ έχει παρατηρηθεί και κανιβαλισμός.
Κατανέμεται στην ηπειρωτική Ελλάδα (εκτός από τα παράλια του Ιονίου), σε μέρη της ανατολικής και βόρειας Πελοποννήσου, στις Κυκλάδες (εκτός του Αρχιπελάγους της Μήλου), στις Σποράδες (εκτός του Αρχιπελάγους της Σκύρου και της νησίδας Πιπέρι) και στην Αστυπάλαια και γύρω νησίδες. Σύμφωνα με μοριακές αναλύσεις, οι πληθυσμοί του κεντρικού Αιγαίου φαίνεται να αποτελούν διακριτό είδος.
Η αιγαιόσαυρα περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης, καθώς και στο Παράρτημα IV της Οδηγίας των Οικοτόπων 92/43/ΕΟΚ, ενώ προστατεύεται και εθνικά (Π.Δ. 67/1981). Χαρακτηρίζεται ως Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC) από την IUCN (2020) και το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009). Υπάρχει σε πολλές προστατευόμενες περιοχές, ενώ οι πληθυσμοί βρίσκονται σε ικανοποιητικό επίπεδο.