Τσαπερδόνα
Το μήκος σώματος φτάνει τα 8,5 εκατοστά, ενώ η ουρά ξεπερνά τα 16 εκατοστά. Τα αρσενικά είναι πιο μεγαλόσωμα από τα θηλυκά. Έχει εύρωστο σώμα, καλοσχηματισμένο και συμπαγές κεφάλι με λείο κολάρο λαιμού. Το τυπικό χρώμα της ράχης είναι καστανό-λαδί και πράσινο με πολλές σκουρόχρωμες και κιτρινωπές κηλίδες. Η κοιλιά είναι πορτοκαλί στα αρσενικά και κιτρινωπή ή λευκή στα θηλυκά, χωρίς σημάδια. Στα πλευρά των αρσενικών και στα πρόσθια άκρα υπάρχουν μπλε στίγματα που γίνονται έντονα κατά την περίοδο του ζευγαρώματος. Τα θηλυκά φέρνουν πάντα στη ράχη ένα ζεύγος ανοικτόχρωμων κιτρινοκαστανών λωρίδων, ενώ η σπονδυλική στήλη διατρέχεται από μια φαρδιά γκριζωπή ρίγα.
Απαντά σε μεγάλη ποικιλία ενδιαιτημάτων (ελαιώνες, ανοικτές εκτάσεις, θαμνώνες, ερείπια, ξερολιθιές κ.α.) από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 1.500 μέτρα. Ζει τόσο στο έδαφος όσο και στα βράχια. Μέτριος αναρριχητής, προτιμά σημεία με πολλές κρυψώνες και βλάστηση. Αποκλειστικά ημερόβιο είδος, με δραστηριότητα καθόλη τη διάρκεια του έτους με εξαίρεση κάποιους ορεινούς πληθυσμούς. Η περίοδος αναπαραγωγής αρχίζει το Μάρτιο και διαρκεί μέχρι το καλοκαίρι, με τα θηλυκά να γεννούν 1-6 αυγά (εκκόλαψη μετά από 25 μέρες). Τα αρσενικά είναι έντονα χωροκρατικά.
Ενδημικό της Πελοποννήσου, κατανέμεται σε όλο το εύρος της στη νησίδα Ψιλή του αργολικού κόλπου και στη Ελαφόνησο, ενώ πρόσφατα εντοπίστηκε μεταφερμένος πληθυσμός στη Νίκαια Αττικής. Αποτελεί την πιο συνηθισμένη σαύρα της Πελοποννήσου.
Η τσαπερδόνα περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης, καθώς και στο Παράρτημα IV της Οδηγίας των Οικοτόπων 92/43/ΕΟΚ, ενώ προστατεύεται και εθνικά (Π.Δ. 67/1981). Χαρακτηρίζεται ως Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC) από την IUCN (2020) και το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009). Οι πληθυσμοί βρίσκονται σε ικανοποιητικό επίπεδο, ενώ αρκετοί βρίσκονται εντός προστατευόμενων περιοχών.