Βαλκανόσαυρα
Το μήκος σώματος ενδέχεται να ξεπερνά τα οκτώ εκατοστά, ενώ η ουρά είναι διπλάσια. Έχει φαρδύ και καλοσχηματισμένο κεφάλι, με πριονωτό κολάρο λαιμού. Στη ράχη υπάρχει μια φαρδιά λωρίδα έντονου, ανοικτού πράσινου που περιβάλλεται από δύο στενές κίτρινες-καστανές ρίγες, ενώ το βασικό χρώμα της κοιλιάς είναι γκρι-υπόλευκο. Η ουρά και τα πόδια είναι καστανά, ενώ στα πλευρά υπάρχουν σκουρόχρωμες κηλίδες και καστανές πιτσιλιές. Ο έντονος πράσινος χρωματισμός της ράχης παρουσιάζει εποχικότητα (ακολουθεί τη βλάστηση) και γίνεται καστανός ή κίτρινος το καλοκαίρι και λαδί το φθινόπωρο.
Προτιμά ηλιόλουστες ανοικτές εκτάσεις με μέτρια βλάστηση και θέσεις με θάμνους, καθώς και πλαγιές, χωράφια, αμμοθίνες και λιβάδια από το ύψος της θάλασσας μέχρι τα 2.350 (συνήθως <800) μέτρα υψόμετρο. Ημερόβια, ευκίνητη, εδαφόβια σαύρα, σκαρφαλώνει σπάνια. Δραστήρια όλο το έτος στην Ελλάδα. Αναπαράγεται από τα μέσα Μαρτίου έως τον Αύγουστο. Τα θηλυκά γεννούν δύο φορές ετησίως 2-10 αυγά (εννέα εβδομάδες επώαση). Τρέφεται με Ασπόνδυλα, κυρίως Έντομα (προτίμηση σε Κολεόπτερα).
Στον ελλαδικό χώρο εντοπίζεται ηπειρωτικά, στα ανατολικά της οροσειράς της Πίνδου, με νοτιότερο σημείο καταγραφής τη Βοιωτία. Ο μοναδικός νησιωτικός πληθυσμός βρίσκεται στη νησίδα Θασοπούλα. Η παρουσία του στην Εύβοια, όπως και στη Θάσο χρίζει διερεύνησης.
Η βαλκανόσαυρα περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης, καθώς και στο Παράρτημα IV της Οδηγίας των Οικοτόπων 92/43/ΕΟΚ, ενώ προστατεύεται και εθνικά (Π.Δ. 67/1981). Χαρακτηρίζεται ως Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC) από την IUCN (2020) και το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009). Οι πληθυσμοί βρίσκονται σε ικανοποιητικό επίπεδο, ενώ κάποιοι βρίσκονται εντός προστατευόμενων περιοχών.