Σαλαμάνδρα
Η σαλαμάνδρα είναι ένα μεγαλόσωμο ουρόδηλο Αμφίβιο μέγιστου μήκους 25 εκατοστών. Είναι ένα από τα τρία είδη σαλαμάνδρας που απαντώνται στην Ελλάδα. Έχει σώμα επίμηκες και κυλινδρικό με ευδιάκριτους παρώτιους αδένες. Στην κοιλιά φέρει δύο σειρές από ιοβόλους αδένες καθώς και δύο επιπλέον στην κάθε πλευρά. Έχει μαύρο χρώμα με κίτρινες κηλίδες ακανόνιστου σχήματος, που λειτουργούν αποσηματικά, προειδοποιούν δηλαδή τους επίδοξους θηρευτές για τις τοξικές ουσίες που εκκρίνει από αυτούς τους αδένες. Τα θηλυκά είναι συνήθως μεγαλύτερα από τα αρσενικά και φέρουν πιο ανεπτυγμένη αμάρα.
Το είδος είναι δραστήριο κυρίως τις νυχτερινές ώρες αλλά δραστηριοποιείται και το πρωί μετά από βροχή και κατά την περίοδο της αναπαραγωγής. Συναντάται σε δασικές εκτάσεις με ρυάκια και ποτάμια και υψηλά επίπεδα υγρασίας. Αναπαράγεται δύο φορές το χρόνο, μία την άνοιξη και μία το φθινόπωρο. Τα θηλυκά γεννούν έως και 50 προνύμφες (ζωοτοκία) μέσα σε ρυάκια και ποτάμια. Οι προνύμφες μεταμορφώνονται μετά από 6-7 μήνες, ή μπορεί να μεταμορφωθούν τον επόμενο χρόνο (καθυστερημένη μεταμόρφωση). Τρέφονται με υδρόβια Ασπόνδυλα αλλά και με προνύμφες του ίδιου είδους (κανιβαλισμός) σε συνθήκες συνωστισμού. Στη χέρσο τα ενήλικα άτομα τρέφονται με Έντομα, σκουλήκια και Αράχνες.
Στην Ελλάδα απαντάται στην ηπειρωτική χώρα, την Πελοπόννησο και την Εύβοια.
Το είδος προστατεύεται από την ελληνική νομοθεσία (ΠΔ 67/81) και περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης. Χαρακτηρίζεται ως είδος Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC) από την IUCN. Κύριες απειλές για το είδος αποτελούν η υποβάθμιση ή και απώλεια των υδάτινων ενδιαιτημάτων του, η ρύπανση, καθώς και η συλλογή του για εμπορικούς σκοπούς (κυρίως εμπόριο κατοικίδιων ζώων).