Κρασπεδοχελώνα
Το χέλυο (καβούκι) μπορεί να ξεπεράσει σε μήκος τα 35 εκατοστά. Τα αρσενικά είναι συνήθως μεγαλύτερα από τα θηλυκά. Στα ενήλικα άτομα, οι πλάκες στο πίσω μέρος του χέλυου έχουν χαρακτηριστική κλίση προς τα έξω. Φέρει μονή υπερουραία πλάκα και μικρά φύματα στους μηρούς. Το χέλυο είναι μαύρο με κίτρινα μπαλώματα, συνήθως στο μέσο των πλακών, και σκουραίνει με την ηλικία. Το πλάστρο (κοιλιακό καβούκι) είναι κίτρινο με μαύρα μπαλώματα. Τα αρσενικά διακρίνονται από τα θηλυκά από το κοίλο σχήμα του πλάστρου (επίπεδο ή κυρτό στα θηλυκά).
Είναι ημερόβιο ζώο. Το καλοκαίρι η δραστηριότητά του μειώνεται κατά τις θερμές ώρες, ενώ το χειμώνα δραστηριοποιείται μόνο τις θερμές ημέρες. Συναντάται σε πυκνή βλάστηση, κυρίως σε θαμνώνες, δάση βελανιδιάς, ακόμα και σε καλλιέργειες, αν και γενικά αποφεύγει τα ανθρωπογενή ενδιαιτήματα. Ζευγαρώνει την άνοιξη και τα θηλυκά γεννούν 1-3 φορές το χρόνο. Είναι αποκλειστικά φυτοφάγο είδος.
Στη χώρα μας συναντάται στην ηπειρωτική Ελλάδα μέχρι τα νότια της Μακεδονίας, την Πελοπόννησο, την Εύβοια, τις Σποράδες και τα νησιά του Αργοσαρωνικού. Απολιθωμένα ευρήματα δείχνουν ότι στο παρελθόν η εξάπλωση του είδους ήταν ευρύτερη και περιλάμβανε περιοχές όπως η Βόρεια Ελλάδα, η Κρήτη κ.α.. Λόγω της συχνής μεταφοράς του από τον άνθρωπο έχει βρεθεί και σε περιοχές εκτός της φυσικής του εξάπλωσης (Πάρος, Νάξος, Μήλος, Σύρος, Χίος κ.α.).
Περιλαμβάνεται στη Σύμβαση της Βέρνης (Παράρτημα II και Αναθεωρημένο Παράρτημα Ι του Ψηφίσματος 6 του 1998), στο Παράρτημα II της συνθήκης CITES, καθώς και στα Παραρτήματα ΙΙ και IV της Οδηγίας των Οικοτόπων (92/43/ΕΟΚ). Επίσης προστατεύεται από την ελληνική νομοθεσία (ΠΔ 67/81). Χαρακτηρίζεται ως Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC), τόσο από την IUCN (2020), όσο και από το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009) αν και οι αξιολογήσεις αυτές χρειάζονται αναθεώρηση. Απειλείται κυρίως από τις πυρκαγιές και δευτερευόντως από την υποβάθμιση των βιοτόπων του, την οδοποιία και την παράνομη συλλογή του.