Οχιά της Πίνδου
Είναι η πιο μικρόσωμη οχιά της Ευρώπης, το μήκος του σώματός της κυμαίνεται στα 40-50 εκατοστά. Η κόρη του ματιού της είναι κάθετη και οι φολίδες της τροπιδωτές. Έχει χρώμα γκρι ή μπεζ με σχέδιο ζιγκ ζαγκ κατά μήκος της ράχης, πιο σκούρο μαύρο ή καφέ αντίστοιχα. Στο κεφάλι φέρει δύο ραβδώσεις που συγκλίνουν και μία σκούρα που ενώνει το μάτι με τη γωνία του στόματος.
Συναντάται σε υποαλπικά λιβάδια με χαμηλούς θάμνους και πέτρες, πάνω από τα 1.600 μέτρα υψόμετρο. Τρέφεται κυρίως με Έντομα (ορθόπτερα), σπάνια με σαύρες και μικροθηλαστικά. Είναι ημερόβια και γεννά 3-15 μικρά. Είναι δηλητηριώδες φίδι αλλά λόγω του μικρού μεγέθους του και του όχι τόσο τοξικού δηλητηρίου δεν θεωρείται επικίνδυνο για τον άνθρωπο.
Είναι ενδημικό είδος, που συναντάται μόνο στην Ελλάδα και τη νότια Αλβανία. Στην Ελλάδα απαντάται στην οροσειρά της Πίνδου (κεντρική και νότια) με τους περισσότερους υποπληθυσμούς να είναι απομονωμένοι μεταξύ τους.
Περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ και ΙV της Οδηγίας των Οικοτόπων 92/43/ΕΟΚ, στο Παράρτημα ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης και στο Παράρτημα Ι της Σύμβασης CITES. Χαρακτηρίζεται ως Τρωτό (VU) τόσο από την IUCN (2020) όσο και από το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009). Οι περισσότεροι από τους γνωστούς πληθυσμούς του είδους βρίσκονται εντός περιοχών του δικτύου Natura 2000. Η κύρια απειλή που αντιμετωπίζει είναι η αύξηση της θερμοκρασίας λόγω κλιματικής αλλαγής. Επίσης, η έντονη βόσκηση σε κάποιες περιοχές, μπορεί να αποτελέσει απειλή, καθώς και η καταστροφή και υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων της με τον περιορισμό της ελεύθερης βόσκησης και πιθανά έργα, όπως η δημιουργία χιονοδρομικών κέντρων).