Λαφιάτης του Ασκληπιού
Μεγαλόσωμο φίδι μήκους έως 1,5 μέτρο σπάνια και μεγαλύτερο. Βασικός χρωματισμός ράχης λαδοπράσινος, γκρίζος ή καφέ με πολυάριθμα μικρά ανοιχτόχρωμα στίγματα. Σπανιότερα εμφανίζει τέσσερις σκουρόχρωμες διαμήκεις ραβδώσεις. Στα ενήλικα το κεφάλι είναι συχνά πιο ανοιχτόχρωμο από το σώμα. Τα νεαρά είναι αρκετά διαφορετικά καθώς έχουν στην ράχη τους μεγάλες σκουρόχρωμες κηλίδες, κιτρινωπό κολάρο στο ύψος του λαιμού ενώ μια μαύρη γραμμή που ξεκινάει από το μάτι, φτάνει πλευρικά έως το ύψος του κολάρου. Λείες γυαλιστερές ραχιαίες φολίδες, διατεταγμένες σε 23 σειρές (σπάνια 21) στο μέσον του σώματος.
Το πιο χαρακτηριστικό είδος φιδιού σε δάση κυρίως φυλλοβόλων. Μπορεί να βρεθεί και σε θαμνότοπους, λιβάδια και σε πετρώδεις περιοχές από το ύψος της θάλασσας έως τα 1.500 μέτρα υψόμετρο, σπάνια και ψηλότερα. Φαίνεται να προτιμάει πιο υγρές περιοχές και αποφεύγει τα πιο ξηρά μεσογειακά ενδιαιτήματα, με αποτέλεσμα στην Ελλάδα να είναι πιο κοινό σε μεγαλύτερα υψόμετρα. Ημερόβιο φίδι που συχνά ανεβαίνει σε θάμνους και δέντρα. Όταν οι θερμοκρασίες είναι υψηλές παραμένει κρυμμένο και δραστηριοποιείται το απόγευμα ή και την νύχτα. Τρέφεται κυρίως με Τρωκτικά, αλλά και με αυγά και νεοσσούς πουλιών. Ζευγαρώνει τον Μάιο και τα θηλυκά γεννούν 2-18 αυγά σε υγρό χώμα, κάτω από πέτρες ή σε βλάστηση σε αποσύνθεση. Τα νεαρά εμφανίζονται το Σεπτέμβριο και τρέφονται κυρίως με σαύρες.
Πληθυσμοί του είδους βρίσκονται σε πολλά σημεία της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Αναφορές υπάρχουν επίσης από την Κέρκυρα και τους Παξούς.
Προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα 67/81. Περιλαμβάνεται στο Παράρτημα IV της Οδηγίας των Οικοτόπων 92/43/ΕΟΚ και στο Παράρτημα II της Σύμβασης της Βέρνης. Χαρακτηρίζεται ως Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC) από την IUCN (2020) και από το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009). Η κατάσταση διατήρησης του είδους χαρακτηρίζεται ως Ικανοποιητική.