Ζωοτόκα σαύρα
Σχετικά μικρή σαύρα με τελικό μήκος σώματος έως 6,5 εκατοστά, με ουρά έως και διπλάσια σε μήκος αλλά συνήθως μικρότερη. Η ουρά είναι χαρακτηριστικά παχιά στο μεγαλύτερο τμήμα της. Το χρώμα που κυριαρχεί και στα δύο φύλα είναι το καφέ με ανοιχτόχρωμη ράχη και σκουρότερες πλευρές. Μία σκούρα, σχεδόν μαύρη γραμμή διατρέχει το κέντρο της ράχης κατά μήκος του σώματος από το κεφάλι έως τη βάση της ουράς. Τα αρσενικά ξεχωρίζουν καθώς έχουν πιο έντονα χρώματα, ενώ πλευροραχιαία φέρουν δύο φωτεινές γραμμές και μαύρα στίγματα κατά μήκος. Τα ανήλικα άτομα είναι σκουρότερα, συχνά με πολύ σκούρα, σχεδόν μαύρη ουρά, ενώ ο φυλετικός διμορφισμός διακρίνεται από πολύ νεαρή ηλικία.
Πρόκειται για ημερόβια και κυρίως εδαφόβια σαύρα. Δραστηριοποιείται από τις αρχές της άνοιξης έως και τον Οκτώβριο, ανάλογα και τις ετήσιες κλιματικές διακυμάνσεις. Γενικώς μπορεί να βρεθεί σε ποικιλία ενδιαιτημάτων στο σύνολο της εξάπλωσης του είδους, όμως στην Ελλάδα απαντά μόνο σε αλπικά λιβάδια σε υψόμετρο 1.700 μέτρων και άνω. Η περίοδος αναπαραγωγής κυμαίνεται μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου. Πρόκειται για ζωοτόκο είδος και τα θηλυκά γεννούν 3-11 νεογνά στο τέλος του καλοκαιριού. Τρέφεται με ποικιλία Ασπονδύλων αλλά και με γυρίνους που αρπάζει μέσα από ρηχά νερά.
Πρόκειται για τη σαύρα με τη μεγαλύτερη εξάπλωση παγκοσμίως καταλαμβάνοντας σχεδόν όλο το γεωγραφικό μήκος της Ευρασίας. Στην Ελλάδα ανακαλύφθηκε πολύ πρόσφατα να περιορίζεται μόνο σε μια μικρή περιοχή του Εθνικού Πάρκου Οροσειράς Ροδόπης, στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Ο πληθυσμός αυτός συνιστά το νοτιότερο άκρο της παγκόσμιας κατανομής του είδους.
Η ζωοτόκα σαύρα περιλαμβάνεται στο Παράρτημα III της Σύμβασης της Βέρνης. Χαρακτηρίζεται ως Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC) από την IUCN (2020). Η κατάσταση διατήρησης και τα δημογραφικά χαρακτηριστικά του ελληνικού πληθυσμού είναι ακόμα άγνωστα και χρήζουν διερεύνησης.